φτερούγι

φτερούγι
το крылышко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φτερούγι" в других словарях:

  • φτερούγι — το, Ν πτερύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγι ον, υποκορ. τού πτέρυξ, υγος, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ και τροπή τού υ σε ου (βλ. και λ. φτερούγα)] …   Dictionary of Greek

  • φτερούγι — το το πτερύγιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτερύγιο — πτερύγιο, το και φτερούγι, το 1. μικρό φτερό. 2. καθετί που μοιάζει με φτερό: Πτερύγιο του ψαριού. – Πτερύγιο του αυτιού. – Πτερύγιο της μύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»